διαιτητεύω

διαιτητεύω
1) rozhodnout
2) rozhodovat
3) rozsoudit
4) rozsuzovat

Ελληνικά-Τσεχικής chlovar. 2008.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • καλοδιακρίνω — (Μ) κρίνω δίκαια. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * (< επίρρ. καλά) + δια κρίνω «κρίνω, διαιτητεύω»] …   Dictionary of Greek

  • συνδιαιτητεύω — Ν [συνδιαιτητής] διαιτητεύω από κοινού …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”